μπαμπακόλαδο

μπαμπακόλαδο
το хлопковое масло

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μπαμπακόλαδο" в других словарях:

  • μπαμπακόλαδο — το το βαμβακέλαιο, λάδι που εξάγεται από τα σπέρματα τού βαμβακιού …   Dictionary of Greek

  • μπαμπακόλαδο — το το λάδι που εξάγεται από τους σπόρους του μπαμπακιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαμβακέλαιο — το το λάδι που παράγεται από τους βαμβακόσπορους, μπαμπακόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ ( άκι) + έλαιο. Η λ. βαμβακέλαιο(ν) μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • βαμβακόλαδο — βαμβακόλαδο, το και μπαμπακόλαδο, το βλ. βαμβακέλαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»